αχμάκης

αχμάκης
ο
θηλ. -άκισσα και -άκα (λ. τουρκ.), αφελής, κουτός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αχμάκης — α και ισσα, ικο 1. κουτός, βλάκας 2. νωθρός, οκνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ahmak «ηλίθιος»] …   Dictionary of Greek

  • αχμάκικος — η, ο [αχμάκης] αυτός που ταιριάζει σε αχμάκη ή προέρχεται απ αυτόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”